ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ – ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

MOIROLOGIA

ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ – ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Μια από τις σημαντικότερες κατηγορίες δημοτικού τραγουδιού στην Ελλάδα, με πανάρχαιη καταγωγή, είναι τα μοιρολόγια («μοίρα» + «λέγω»). Τα μοιρολόγια είναι έμμετρα στιχουργήματα με λυπητερό περιεχόμενο και διακρίνονται σε διάφορα είδη: της ξενιτιάς, του χωρισμού, του γδικιωμού (στη Μάνη), του σπαραγμού του θανάτου. Ο όρος «μοιρολόι» είναι βυζαντινός, στην αρχαιότητα αναφέρεται ως «θρήνος» και η παλαιότερη πηγή μας για τον θρήνο του θανάτου είναι ο Όμηρος.

Ο θάνατος του Έκτορα στην Ιλιάδα:

«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ΄ όλα τα παιδιά μου,

και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ΄ αγαπούσαν

και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.»

Ο θρήνος της Εκάβης (Όμ. Ιλ., Ω 749-760, μετ. Ι. Πολυλάς)

«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν΄ αφήνεις χήραν

στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο

οι άμοιροι εγεννήσαμεν…»

Ο θρήνος της Ανδρομάχης (Όμ. Ιλ., Ω 726-746, μετ. Ι. Πολυλάς)

Το μοιρολόι, ως μορφή λαϊκής εκφραστικής ποίησης, συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ξεχωρίζει όμως ως παράδοση στην περιοχή της Μάνης. Στην κλειστή κοινωνία της Μάνης, η απώλεια του θανάτου θρηνείται με ιδιαίτερα τελετουργικό τρόπο και το μοιρολόι αναλαμβάνουν ως επί το πλείστο γυναίκες, οι «μοιρολογήστρες». Αν και δεν αποκλείεται η συμμετοχή ανδρών, κάτι που συνέβαινε στους αρχαϊκούς χρόνους, το μοιρολόι είναι γυναικεία υπόθεση και ίσως η μόνη στιγμή όπου το γυναικείο φύλο υπερτερεί, μπροστά στην απόκοσμη και ιερή στιγμή του θανάτου.

“Ευτού που κίνησες να πας ‘ς το μακρινό ταξίδι,

θέλω να ειπής ‘ς τη μάννα σου πότε θα ρθης ‘ς το σπίτι,

νά χω κ’ εγώ μια παντοχή, νά χω και την ελπίδα,

λελούδια να χω ‘ς την αυλή, τριαντάφυλλα στρωμένα,

να σου χω γιόμα μυστικό, και δείπνο να δειπνήσης,

να χω νερό για να λουστής, ρούχα καλά ν’ άλλαξης,

να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλάγιασης. ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Αξιοσέβαστες προσωπικότητες οι μοιρολογήστρες, αναλάμβαναν να τιμήσουν τον νεκρό στο πέρασμά του στον Κάτω Κόσμο, να επαινέσουν τις αρετές, να διηγηθούν τα κατορθώματά του και να τονίσουν την απώλεια των συγγενών του. Η διαδικασία ακολουθούσε το δικό της τυπικό, όσον αφορά τη σειρά με την οποία μοιρολογούσαν οι γυναίκες (πρώτα η μάνα, μετά η αδελφή, η κόρη, η γυναίκα), όσο και το «πέρασμα» από τη μία μοιρολογήστρα στην άλλη αφού ολοκληρώσει το θρήνο της και επιτρέψει στην επόμενη να συνεχίσει.

Ήλιε μου, πώς εβιάστηκες να πας να βασίλεψης,

ν’ αφήσης το σπιτάκι σου κι’ αλλού να πας να φέξης;

Συχνή είναι η παρουσία αλληγορίας στα μοιρολόγια, ιδίως με φυσικά φαινόμενα που επηρεάζουν αρνητικά τους ανθρώπους (όπως ο σεισμός) για να καταδειχθεί η τραγικότητα της απώλειας του θανάτου και της αναπόφευκτης μοίρας του ανθρώπου.

Τώρα, ουρανέ μου, βρόντησε, τώρα, ουρανέ μου, βρέξε,

ρήξε ‘ς τους κάμπους τη βροχή και ‘ς τα βουνά το χιόνι,

‘ς του πικραμένου την αυλή τρία γυαλιά φαρμάκι.

Τό να να πίνη την αυγή τ’ άλλο το μεσημέρι,

το τρίτο το πικρότερο ‘ς το δείπνο, όταν δειπνάη. ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Σε άλλα μοιρολόγια ο νεκρός αποχαιρετά όσα χάνει και ελπίζει σε αντάμωμα ή αφήνει παραγγελίες στους ζωντανούς συγγενείς του, ιδίως αν ο νεκρός είναι θύμα δολοφονίας:

Αγροίκησο, ε Παρασκή

πού ’σαι το πρώτο μου παιδί

εσύ να ζαλωθείς το γρα,

 να κυνηγήσεις το φονιά,

να δικιωθή ο πατέρα ζου. ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΓΔΙΚΙΩΜΟΥ»

Με πιο γνωστό το μοιρολόι της Παναγίας

«Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα

σήμερο όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται.»

τοπικά μοιρολόγια συναντώνται σε όλα τα μέρη της Ελλάδας.

ΗΠΕΙΡΟΣ:

Για κάτσετε τριγύρω μου να ιδούμε ποιος μας λείπει!

Μάς λείπει ό κάλλιος του σπιτιού, της φαμιλιάς ο πρώτος, που ήταν  ’ς το σπίτι φλάμπουρο,  ’ς την εκκλησιά φανάρι. το φλάμπουρο τσακίστηκε και το φανάρι εσβύσθη. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΠΟΝΤΟΣ:

Ρασόπα μη συρίζετεν

ποτάμια μη βοάτεν,

την χαμονήν τ’εμέτερον

τούλα μοιρολο(γ)άτεν.

Ν’αϊλί σ’ε(κ)είνο το δεντρόν

ντο τρώει αξιναρέαν,

πάντα θα κλαίει και θα ματών

α’ση γεράν μερέαν. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΚΡΗΤΗ:

«Μαρμαρωμένο σε θωρώ, Πωλιό μου,

αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου.

Μιλώ σου και δε μου μιλείς, κλωνάρι μου,

πιάνω σε και μου φεύγεις, παλικάρι μου.

Που πάεις με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου,

που πάεις με τέτοιον ήλιο, σύντροφέ μου;» ΡΙΖΙΤΙΚΑ – ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ