Ο θάνατος, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, αποτελεί μετάβαση από τον φθαρτό υλικό κόσμο στην αιώνια ζωή, «ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως» (σε τόπο φωτεινό, ολοπράσινο, τόπο ξεκούρασης), όπως αναφέρεται στη νεκρώσιμη ακολουθία. Είναι ένας μακρύς ύπνος εν αναμονή της ανάστασης κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
«Προ μεν γαρ της παρουσίας του Χριστού ο θάνατος θάνατος εκαλείτο… επειδή δε ήλθεν ο Xριστός ουκέτι θάνατος καλείται αλλά ύπνος και κοίμησις», Xρυσόστομος, Patrologia Graeca, 49, 393-394. Πριν να έλθει ο Χριστός, ο θάνατος ονομαζόταν θάνατος, επειδή όμως ήλθε ο Χριστός, δεν καλείται πλέον θάνατος, αλλά ύπνος και κοίμηση. Γι’ αυτό και τα νεκροταφεία ονομάζονται «κοιμητήρια».
Μετά τον θάνατο η ψυχή περνάει σε μία άλλη διάσταση και μετά από σαράντα ημέρες παρουσιάζεται στον Θεό, όπου θα κριθούν τα έργα του ανθρώπου όσο ήταν στη ζωή.
Η οριστική τύχη της ψυχής, όμως, θα κριθεί στη Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε, οι προσευχές των ζωντανών βοηθούν τις ψυχές των αποθανόντων. Τα ονόματα των κεκοιμημένων μνημονεύονται από τους ιερείς στα τρισάγια και τα μνημόσυνα. Οι πιστοί δίνουν στον ιερέα χαρτιά με γραμμένα τα ονόματα όσων επιθυμούν να μνημονεύσουν. Συνήθως περιλαμβάνονται και οι παππούδες και οι γιαγιάδες της οικογένειας, θείοι, θείες, αλλά και προσφιλή πρόσωπα ανεξαρτήτως βαθμού συγγένειας.
Η μνήμη διατηρείται έτσι και στις επόμενες γενιές, οι οποίες φροντίζουν και τα αποθανόντα μέλη, μνημονεύουν τα ονόματά τους, επισκέπτονται και περιποιούνται τους τάφους (μνήματα) και προσεύχονται για την ανάπαυση της αιώνιας ψυχής τους.
Η ψυχή των προσφιλών μας προσώπων, λοιπόν, βρίσκεται σε έναν τόπο «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Έναν τόπο που δεν υπάρχει πόνος, λύπη ή στεναγμός, αλλά ζωή ατελείωτη.